- παρατηρουμένης
- παρατηρέωwatch closelypres part mp fem gen sg (attic epic)παρατηρέωwatch closelypres part mp fem gen sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek
υπόλοιπο — το, Ν 1. αυτό που απομένει από ένα σύνολο («το υπόλοιπο θα τό φάω αύριο το πρωΐ») 2. μαθημ. ο αριθμός που προκύπτει από την πράξη τής αφαίρεσης δύο αριθμών 3. (στατ.) η ποσότητα που απομένει από την αφαίρεση δύο ποσοτήτων και που αποτελεί τη… … Dictionary of Greek